σεντράρω

σεντράρω
Ν
(στο ποδόσφαιρο) χτυπώ την μπάλα από τα πλάγια προς το κέντρο τής αντίπαλης άμυνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. centre (πρβλ. σέντρα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σεντράρισμα — το, Ν (στο ποδόσφαιρο) η εκτέλεση σέντρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σεντράρω, κατά τα ουδ. σε ισμα (πρβλ. παρκάρ ισμα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”